- ἀσύμβατος
- ἀσύμβατοςnot coming to termsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασύμβατος — Αυτός που δεν μπορεί να συμβιβαστεί, να συνυπάρξει με κάποιον άλλον. α. φάρμακα. Δύο ή περισσότερα φάρμακα που δεν μπορούν να δοθούν μαζί γιατί οι ιδιότητες και η δράση τους δεν συμβιβάζονται ή ανταγωνίζονται μεταξύ τους, με αποτέλεσμα η… … Dictionary of Greek
ἀξύμβατον — ἀσύμβατος not coming to terms masc/fem acc sg (attic) ἀσύμβατος not coming to terms neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυμβάτως — ἀσύμβατος not coming to terms adverbial ἀσύμβατος not coming to terms masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσύμβατον — ἀσύμβατος not coming to terms masc/fem acc sg ἀσύμβατος not coming to terms neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξυμβάτων — ἀσύμβατος not coming to terms masc/fem/neut gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξύμβατα — ἀσύμβατος not coming to terms neut nom/voc/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυμβάτοις — ἀσύμβατος not coming to terms masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυμβάτου — ἀσύμβατος not coming to terms masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυμβάτους — ἀσύμβατος not coming to terms masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυμβάτων — ἀσύμβατος not coming to terms masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)